- οπισθοπόρος
- ὀπισθοπόρος, -ον (Α)αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζο-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοπόρον — ὀπισθοπόρος following masc/fem acc sg ὀπισθοπόρος following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοπόροιο — ὀπισθοπόρος following masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοπόροισι — ὀπισθοπόρος following masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοπόρου — ὀπισθοπόρος following masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοπόρων — ὀπισθοπόρος following masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοπόρῳ — ὀπισθοπόρος following masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek